Όλο και περισσότερο τελευταία ανακαλώ στιγμές παρελθόντος, μ' όλο που το παρών μου μόνο αδιάφορο δεν νοείται. Θυμάμαι με νοσταλγία τις γιαγιάδες μου, η μια Μικρασιάτισα, μεγαλωμένη με όλα τα λούσα ως κόρη προύχοντα και δημάρχου, με μόρφωση και γνώση κι η άλλη αγρότισσα εκ Μεσσηνίας, χωρίς καμιά μόρφωση, σκληρή σαν Μανιάτικη πέτρα και προστατευτική για τους δικούς της σαν γερακίνα που φυλά τους νεοσσούς της.
Απ' τη Μικρασιάτισα (την οποία και θεωρώ δεύτερη μάνα), εκτός από το όνομα πήρα και πολλά της "χούγια", καλά και κακά. Δεν άντεχε με τίποτα στενάχωρα ρούχα, ήθελε πάντα άνετα κι αέρινα υφάσματα, δεν μπορούσε τις φωνές και τις εντάσεις, ήταν ρομαντική και τρυφερή, όταν αγαπούσε το έδειχνε κι ο τελευταίος της πόρος όταν δεν ήθελε κάποιον ήταν το παγόβουνο κι η σούπερ σνομπ. Οι συμβουλές της είχαν πάντα την δυνατότητα παρεκκλίσεως, τίποτα δεν ήταν απόλυτο και δεδομένο, μπορούσες να το προσαρμόσεις και να το κάνεις δικό σου. Διακριτική παρουσία, κέρδιζε μόνο με το να βρίσκεται στο χώρο, ακόμη και τώρα νιώθω να βρίσκεται κοντά μου σε δεδομένες στιγμές. Οι μνήμες της πατρίδας της, οι περιγραφές του τόπου, των ανθρώπων, του ξεριζωμού, η δύσκολη μετανάστευση, προσαρμογή, από κόρη δημάρχου - καπνεργάτρια για να ζήσει, γάμος χωρίς έρωτα, έρωτας που της έλλειψε και τον ζητούσε μέσα από βιβλία, αγάπη που μου έδινε απλόχερα, χάδι αξέχαστο, φιλί γεμάτο.
Η Μεσσήνια γιαγιά ήταν πιεστική, η αγκαλιά της μπορούσε να σε στείλει (αφού μέχρι τα 9οκάτι που πέθανε έστυβε πέτρες με τα χέρια της), η ακατάπαυστη δουλειά και το νεύρο της μέχρι τέλους της είχε δώσει απίστευτη υγεία, διαύγεια πνεύματος και όρασης (ποτέ δεν χρειάστηκε γυαλιά) αλλά δεν είχε αυτό το κάτι που θα μπορούσε να σε κάνει να την λατρέψεις. Γινόταν πραγματικός κλόουν βέβαια για τα εγγόνια της (τις κρεμούσαμε χαρτιά υγείας από τα - μόνιμα μαύρα - φουστάνια της και περπατούσε σαν την καλή χαρά στην αγορά), οι συμβουλές της ήταν ανεκδιήγητες (μην περάσεις τον Ισθμό παιδάκι μου, έχουν δώσει πολλά μποφόρια οι Εμυτζήδες, κλπ), οι κολακίες προς τη μάνα μου άνευ προηγουμένου (φτου σου νύφη μ, σκέτη λατέρνα είσαι με τουτ' το φόρεμα - όχι για καλό το έλεγε), για να μην αναφέρω τα κλασικά περί ποτών, τσιγάρων κ.ά που δεν έπρεπε να παίρνω από άλλους (όντας στα 30 μου) γιατί ρίχνουν χασίσια μέσα. Μπορεί να της έλειπε το τακτ, το στυλ, το φέρεσθαι, αλλά ήταν αληθινή, ντόμπρα και εξαιρετικά δυναμική.
Η καθεμία πάντως έπαιξε το ρόλο της, άλλη περισσότερο κι άλλη λιγότερο, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου και μεγαλώνοντας τις νιώθω όλο και περισσότερο σε κάθε κύτταρό μου. Δεν είναι ότι μου λείπουν αυτή τη στιγμή, ξέρω ότι μου πρόσφεραν ότι είχαν, έφυγαν στην ώρα τους, έδωσαν και πήραν πολλά. Είναι ότι απλά συνειδητοποιώ πόσο τυχερός είμαι που έζησα τόσες πολλές στιγμές μαζί τους.
Ιωάννα και Βασιλική θα είστε πάντα συνοδοιπόροι μου...
Οι φωτογραφίες είναι της φίλης φωτογράφου Ζαφείρως