Λεν ότι κάθε τέλος είναι μια καινούργια αρχή. Όταν όμως χάνεις ένα πλάσμα που αγαπάς τι είδους αρχή είναι αυτή και για ποια πλευρά; Για αυτόν που φεύγει ή για αυτόν που μένει;
Τρίτη απόγευμα γυρίζοντας από τη δουλειά – και όπως κάθε απόγευμα που γυρίζω από τη δουλειά – η πρώτη μου κίνηση ήταν να δω την αγαπημένη μου εικόνα: δύο κεφαλάκια με όρθια αυτιά, γαλάζια ματάκια κι ουρές που κουνιούνται από χαρά, να περιμένουν πότε θα βγω στη βεράντα να τα χαϊδέψω, να παίξω μαζί τους και να τα ταΐσω. Όμως αυτό το απόγευμα το θέαμα με πάγωσε από μακριά. Ο αρσενικός μου ο Ramon, κειτόταν φανερά ταλαιπωρημένος κι εξαντλημένος βγάζοντας κραυγούλες πόνου ενώ η θηλυκή μου η Tamar ήταν ξαπλωμένη δίπλα του κι όταν με είδε άρχισε να κόβει βόλτες γύρω του γαυγίζοντας προς το μέρος μου για βοήθεια. Αυτό ήταν, σαν να μου τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια, αισθάνθηκα λίγος, ασήμαντος, πανικοβλήθηκα… Και τώρα τι κάνουν; Πήρα αμέσως τηλέφωνο το φίλο μου να έρθει με το τζιπ να τον φορτώσουμε και να τον πάμε κάπου. Κάπου που; Κτηνίατρο που να γνώριζα καλά δεν είχα ακόμη στην Αθήνα, μόλις που άρχιζα να προσαρμόζομαι ξανά εδώ και δεν είχε χρειαστεί ως τώρα. Ευτυχώς με τα πολλά, ο φίλος πήρε φίλη που πήρε κτηνίατρο και περάσαμε και την πήραμε. Η διάγνωση σαφής και προφανής: το σκυλί έπρεπε να μεταφερθεί στο ιατρείο. Δύο άνθρωποι με το ζόρι καταφέραμε να σηκώσουμε ένα ζώο 30 κιλών. Είχε γίνει μολύβι και νόμιζες ότι ζυγίζει άλλο τόσο.
Οι ώρες που πέρασα στο ιατρείο μαζί του θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη μου για πάντα. Αυτός ξαπλωμένος κι ανήμπορος να σηκωθεί μ’ έναν ορό στο ποδαράκι του, να κλαίει όποτε ένιωθε πόνο κι εγώ το μόνο που μπορούσα να του δώσω ήταν ένα χάδι, ένα φιλί και η αίσθηση ότι είμαι δίπλα του.
Είχε πρόβλημα στα νεφρά σίγουρα και περιμέναμε τις εξετάσεις μέχρι την Τετάρτη το απόγευμα για να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει. Οι στιγμές που ήμουν μαζί του την Τετάρτη με έκαναν να νιώσω λίγο πιο δυνατός και σημαντικός, τουλάχιστον για αυτόν. Το βλέμμα του όταν τον χάιδευα ή όταν ο πόνος του γινόταν αβάσταχτος και με έψαχνε στον χώρο με έκαναν να αισθάνομαι σημαντικός. Γιατί άλλο φάρμακο για τον πόνο δεν γινόταν να πάρει – θα του κατάστρεφε εντελώς τα νεφρά. Όταν κατάφερε να κατουρήσει γύρω στο μεσημέρι θέλησα να βγω να το πω στον κόσμο όλο, μου φάνηκε κάπως σαν ν’ ακούς το κλάμα νεογέννητου παιδιού…
Κι εκεί κάπου αναθάρρησα, με τις απογευματινές εξετάσεις δε, ακόμη περισσότερο. Οι πιθανότητες ήταν πάνω από μισές να το ξεπεράσει με την κατάλληλη αγωγή. Αφού τον τακτοποιήσαμε, καθαρίσαμε, γυρίσαμε να μην πιαστεί και διασωληνώσαμε, φύγαμε με μια αίσθηση αισιοδοξίας για πρώτη φορά.
Πέμπτη πρωί δεν έβλεπα την ώρα να ανοίξει το ιατρείο να τον δω. Κάναμε μάλιστα προβλέψεις ότι μπορεί και να έχει σηκωθεί, κάτσει στα πόδια του και άλλα σενάρια. Με το που ανοίξαμε την πόρτα το βλέμμα της γιατρού τα έλεγε όλα: δεν τα κατάφερε. Η στιγμή του αποχαιρετισμού ήταν από τις δυσκολότερες της ζωής μου. Οικτίρω τον εαυτό μου που δεν άφησε την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά μου. Ένιωσα ακόμη πιο λίγος, ευάλωτος και φυσικά μείον ένα. Είναι απίστευτα δυνατή η πρωτόγονη μνήμη και αίσθηση του θανάτου που κουβαλάμε. Και δεν αντιμετωπίζεται εύκολα η ρημάδα.
Το μόνο που ήθελα αφού του ευχήθηκα καλό δρόμο στην ψυχούλα του ήταν να πάω σπίτι, να σφτιχταγγαλιάσω το κορίτσι μου, να του πω τα άσχημα τα νέα. Κι αυτό έκανα, μόνο που δεν μπόρεσα να το κάνω με ψυχραιμία, τα δάκρυα κύλησαν όταν της το έλεγα, κι αυτή με κοιτούσε με απορία γλύφοντας τα δάκρυά μου.
Καλό ταξίδι αγόρι μου, θα είσαι πάντα στην καρδιά μου…