Θυμάμαι πόσο τρυφερά μου χάιδευες το χέρι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, ένοχα στην αρχή - δεν ήθελες να καταλάβουν οι υπόλοιποι - με τόλμη μετά (όταν ανταποκρίθηκα). Θυμάμαι τις στιγμές που ήρθαν αμέσως μετά, τα πήγαινε έλα σου, το γέμισμα του Ιαπωνικού μινιμαλιστικού σπιτιού μου με δεκάδες αντικείμενα έτσι ώστε να σε θυμίζουν όπου και να γυρνούσα το βλέμμα μου κατά την απουσία σου. Θυμάμαι την προσμονή για να σε ξαναδώ, να σε φιλήσω, να σε μυρίσω, να ατενίσω στο βλέμμα σου τα βράδυα που ήμασταν χώρια και το πόσο σου έλειπα.
Θυμάμαι που ήρθα να μείνουμε μαζί, σε κοινωνία κλειστή, δεν μας ένοιαζε, τους κάναμε να μην τους νοιάζει κι αυτούς, θυμάμαι που μου τραγουδούσες το Αστέρι του Βοριά, πόσο όμορφα μου το είχες πει, εκεί στα ορεινά της Καρυστίας, με τη θάλασσα δεξιά μας και τον γκρεμό να δείχνει απρόσμενα φιλικός. Θυμάμαι που αποκλειστήκαμε από τα χιόνια με την Ταμάρ μας μωρό, πόσο χαρούμενη ήταν που βρέθηκε στο φυσικό της περιβάλλον, πόσο δεν μας ένοιαζε τίποτα γιατί ήμασταν μαζί.
Θυμάμαι τα γλέντια και τα φαγοπότια μας, αλλά και τα δύσκολά μας, τσιγάρα στη μέση του ενός ευρώ, φαγητό και ποτό όπου μας καλούσαν, τα ζήσαμε όλα και τα ζήσαμε σε πλήρη συνείδηση.
Θυμάμαι ακόμη που μου τραγουδούσες με την πιο σιγανή φωνή που θα μπορούσες όταν κοιμόμουν για να δω ομορφότερα όνειρα, για να πάρω δύναμη και κουράγιο, αυτοσχέδια ήταν τα τραγούδια σου, κάποια πέρασαν στο υποσυνείδητο, κάποια τα άκουγα κάνοντας τον κοιμισμένο... Θυμάμαι που έκλαψα όταν μου αφιέρωσες τραγούδι ζωντανά στο ραδιόφωνο, δεν ξέρω γιατί συγκινήθηκα τόσο, ούτε κι εσύ δεν το κατάλαβες...
Θυμάμαι που ήρθα να μείνουμε μαζί, σε κοινωνία κλειστή, δεν μας ένοιαζε, τους κάναμε να μην τους νοιάζει κι αυτούς, θυμάμαι που μου τραγουδούσες το Αστέρι του Βοριά, πόσο όμορφα μου το είχες πει, εκεί στα ορεινά της Καρυστίας, με τη θάλασσα δεξιά μας και τον γκρεμό να δείχνει απρόσμενα φιλικός. Θυμάμαι που αποκλειστήκαμε από τα χιόνια με την Ταμάρ μας μωρό, πόσο χαρούμενη ήταν που βρέθηκε στο φυσικό της περιβάλλον, πόσο δεν μας ένοιαζε τίποτα γιατί ήμασταν μαζί.
Θυμάμαι τα γλέντια και τα φαγοπότια μας, αλλά και τα δύσκολά μας, τσιγάρα στη μέση του ενός ευρώ, φαγητό και ποτό όπου μας καλούσαν, τα ζήσαμε όλα και τα ζήσαμε σε πλήρη συνείδηση.
Θυμάμαι ακόμη που μου τραγουδούσες με την πιο σιγανή φωνή που θα μπορούσες όταν κοιμόμουν για να δω ομορφότερα όνειρα, για να πάρω δύναμη και κουράγιο, αυτοσχέδια ήταν τα τραγούδια σου, κάποια πέρασαν στο υποσυνείδητο, κάποια τα άκουγα κάνοντας τον κοιμισμένο... Θυμάμαι που έκλαψα όταν μου αφιέρωσες τραγούδι ζωντανά στο ραδιόφωνο, δεν ξέρω γιατί συγκινήθηκα τόσο, ούτε κι εσύ δεν το κατάλαβες...

Θυμάσαι;