25/1/21

Καταχρήσεις

 Λέξη γένους θηλυκού που χρησιμοποιείται για να δηλώσει συνήθως υπερβολική χρήση ή υπέρβαση και κακή χρήση καθηκόντων και αισθημάτων. Το χρησιμοποιούμε κυρίως για να δηλώσουμε μια άσωτη ζωή για κάποιον που σε υπερβολή πίνει, καπνίζει ή κάνει χρήση ουσιών και φαρμάκων, ξενυχτάει, ίσως κι όταν δουλεύει πολύ (υπερβολική χρήση τεχνολογίας). Επίσης σαν σφετερισμό σε περίπτωση εξουσίας, υποκλοπή χρημάτων ή άλλων αγαθών λόγω θέσης ακόμη στην περίπτωση εμπιστοσύνης.


Έχω κάνει καταχρήσεις στην ζωή μου, ίσως κάνω ακόμη. Η συνέχεια εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

καλώς ορίσατε